ἱερωμένων

ἱερωμένων
ἱεράομαι
to be a priest
pres part mp fem gen pl
ἱεράομαι
to be a priest
pres part mp masc/neut gen pl
ἱεράζω
serve as priest
fut part mid fem gen pl
ἱεράζω
serve as priest
fut part mid masc/neut gen pl
ἱερόω
consecrate
pres part mp fem gen pl (doric aeolic)
ἱερόω
consecrate
pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)
ἱ̱ερωμένων , ἱερόω
consecrate
perf part mp fem gen pl
ἱ̱ερωμένων , ἱερόω
consecrate
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Polycarpos Georgadjis — Infobox Minister name = Polycarpos Georgadjis Πολύκαρπος Γεωρκάτζης honorific suffix = imagesize = small caption = order = office = Minister of the Interior term start = 16 Aug 1960 term end = 1 Nov 1968 predecessor = Tassos Papadopoulos… …   Wikipedia

  • освѧщеныи — (59) прич. страд. прош. 1.Прич. страд. прош. к освѧтити в 1 знач.: Съсѹдъ златъ. ли сребрьнъ ос҃вщенъ бывъшь… никтоже на свою потребѹ да не освоить. (ἁγιασϑέν) КЕ XII, 19а; вещи цр҃квьны˫а въ неи же ос҃вщени сѹть не прода˫ати. (καϑιέρωνται, в др …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η …   Dictionary of Greek

  • καπάσι(ον) — καπάσι(ον), τὸ (Μ) κάλυμμα τού κεφαλιού αξιωματούχων και ιερωμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. καπάς] …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • μπονσινιόρος — και μπονσινιόρ, ὁ (Μ) 1. τίτλος ανώτερων ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων 2. τίτλος δυτικών ευγενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bonsignor] …   Dictionary of Greek

  • οσιότητα — η (ΑΜ ὁσιότης, ητος) [όσιος] 1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.) 2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • πανάρετος — I Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου. Πολλοί φοιτητές της εποχής του τον διακωμώδησαν για την ισχνότητα του σώματός του. II Όνομα 4 Ελλήνων ιερωμένων. 1. Επίσκοπος Πάφου, που ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης… …   Dictionary of Greek

  • παπαλήθρα — ἡ, Μ 1. θύσανος τριχών σε σχήμα στεφανιού που μένουν στην κορυφή τού κεφαλιού μετά την κουρά τών ιερωμένων 2. το κουρεμένο μέρος τού κεφαλιού τών φραγκοπαπάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < λατ. papalis «παπικός» + κατάλ. ήθρα (πρβλ. γαλλ. papal e)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”