Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… … Dictionary of Greek
Polycarpos Georgadjis — Infobox Minister name = Polycarpos Georgadjis Πολύκαρπος Γεωρκάτζης honorific suffix = imagesize = small caption = order = office = Minister of the Interior term start = 16 Aug 1960 term end = 1 Nov 1968 predecessor = Tassos Papadopoulos… … Wikipedia
освѧщеныи — (59) прич. страд. прош. 1.Прич. страд. прош. к освѧтити в 1 знач.: Съсѹдъ златъ. ли сребрьнъ ос҃вщенъ бывъшь… никтоже на свою потребѹ да не освоить. (ἁγιασϑέν) КЕ XII, 19а; вещи цр҃квьны˫а въ неи же ос҃вщени сѹть не прода˫ати. (καϑιέρωνται, в др … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek
καπάσι(ον) — καπάσι(ον), τὸ (Μ) κάλυμμα τού κεφαλιού αξιωματούχων και ιερωμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. καπάς] … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
μπονσινιόρος — και μπονσινιόρ, ὁ (Μ) 1. τίτλος ανώτερων ρωμαιοκαθολικών ιερωμένων 2. τίτλος δυτικών ευγενών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bonsignor] … Dictionary of Greek
οσιότητα — η (ΑΜ ὁσιότης, ητος) [όσιος] 1. η συμπεριφορά σύμφωνα με τον θείο νόμο, ευσέβεια, αγιότητα («μόρια [τῆς ἀρετῆς] ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ ὁσιότης», Πλάτ.) 2. τιμητική προσφώνηση ιερωμένων («τοῑς γράμμασι τῆς σῆς ὁσιότητος», Βασ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
πανάρετος — I Έλληνας φιλόσοφος του 3ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου. Πολλοί φοιτητές της εποχής του τον διακωμώδησαν για την ισχνότητα του σώματός του. II Όνομα 4 Ελλήνων ιερωμένων. 1. Επίσκοπος Πάφου, που ανακηρύχθηκε άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης… … Dictionary of Greek
παπαλήθρα — ἡ, Μ 1. θύσανος τριχών σε σχήμα στεφανιού που μένουν στην κορυφή τού κεφαλιού μετά την κουρά τών ιερωμένων 2. το κουρεμένο μέρος τού κεφαλιού τών φραγκοπαπάδων. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < λατ. papalis «παπικός» + κατάλ. ήθρα (πρβλ. γαλλ. papal e)] … Dictionary of Greek